- βρικολάκιασμα
- το [βρικολακιάζω]το να γίνει κάποιος βρικόλακας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βρικολάκιασμα — το το να βρικολακιάσει κανείς ή κάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)